ὑλιστήριον

ὑλιστήριον
ὑλιστήριον
neut nom/voc/acc sg
ὑλιστήριος
strained
masc acc sg
ὑλιστήριος
strained
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υλιστήριον — και ὑλίστριον, τὸ, Α ο ὑλιστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • υλίστριον — τὸ, Α βλ. ὑλιστήριον …   Dictionary of Greek

  • υλιστήριος — ία, ον, Α [ὑλιστήρ] 1. αυτός που πρόκειται να υποστεί διήθηση 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. ὑλιστήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”